χοιρέων

χοιρέων
χοίρα
sow
fem gen pl (epic ionic)
χοίρειος
of a swine
fem gen pl (epic)
χοίρειος
of a swine
masc/neut gen pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χοιρεών — ώνος, ὁ, Μ χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. εών (πρβλ. περιστερ εών)] …   Dictionary of Greek

  • Χοιρέων — Χοίρη fem gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρεῶσι — χοιρεών pig sty masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”